Περίβλεπτο

Περίβλεπτο
Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 850 μ.), στην πρώην επαρχία Φθιώτιδας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (Ιότ. χλμ., κάτ.). 2. Μικρός ορεινός οικισμός (27 κάτ., υψόμ. 660 μ.), στην πρώην επαρχία Δράμας, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παρανεστίου. 3. Ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 250 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (κάτ.,78 τ. χλμ.), στην οποία ανήκουν και τα χωριά Άγιος Δημήτριος (κάτ., υψόμ. 210 μ.), Κοκκαλαίικα (κάτ., υψόμ. 190 μ.), Κοκκίνα (κάτ., υψόμ. 220 μ.) και Κοκκινόβραχος (κάτ., υψόμ. 370 μ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • GR-EO38 — Nationalstraße 38 (Ethiniki Odos 38) Länge: ca. 250 km …   Deutsch Wikipedia

  • Nationalstraße 38 (Griechenland) — Vorlage:Infobox hochrangige Straße/Wartung/GR N Εθνικη Οδος E.O.38 in Griechenland …   Deutsch Wikipedia

  • αποκαθήλωση — Στη χριστιανική θρησκεία, Α. ονομάζεται η απόσπαση από τον σταυρό του μαρτυρίου του σώματος του Ιησού από τον Ιωσήφ, που καταγόταν από την Αριμαθαία. Ο Ιωσήφ μαζί με τον Νικόδημο κατέβασαν από τον σταυρό το σώμα, το άλειψαν με μύρα, το τύλιξαν σε …   Dictionary of Greek

  • περίβλεπτος — Ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 580 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., κάτ.). * * * η, ο / περίβλεπτος, ον, ΝΜΑ [περιβλέπω] 1. αυτός που είναι δυνατό να τὸν δει κανείς από… …   Dictionary of Greek

  • βάπτιση — Το μυστήριο με το οποίο γίνεται ο άνθρωπος χριστιανός και εισέρχεται στη χριστιανική ζωή. Στην Καινή Διαθήκη, ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας υιός του Θεού, αναφέρεται πολλές φορές στη β. ως πνευματική «αναγέννηση εξ ύδατος και Πνεύματος Αγίου» και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”